υφηγήτρια

υφηγήτρια
η, Ν
βλ. υφηγητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υφηγητής — ο / ὑφηγητής, ΝΑ, θηλ. υφηγήτρια Ν [ὑφηγοῡμαι] νεοελλ. (παλαιότερα) 1. μέλος τού διδακτικού προσωπικού πανεπιστημίων ή ισότιμων ανώτατων σχολών που δίδασκε υπό την επίβλεψη τού τακτικού καθηγητή τής έδρας·2. μέλος τού διδακτικού προσωπικού ξένων… …   Dictionary of Greek

  • Κρόουφουτ-Χότζκιν, Ντόροθι Μέρι — (Dorothy Mary Crowfoot Hodgkin, Κάιρο 1910 – 1994). Αγγλίδα χημικός. Σπούδασε στο κολέγιο Σόμερβιλ της Οξφόρδης. Το 1955 διορίστηκε υφηγήτρια της κρυσταλλογραφίας με ακτίνες Χ στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 1960 καθηγήτρια στο εργαστήριο… …   Dictionary of Greek

  • Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”